VOULIARATINOS

GlitterGraphics
English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified


commentscute


thanks Comments

Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

         ................................................................




Πάντα μ’ άρεσε η εικόνα της φουρτουνιασμένης θάλασσας…
Πάντα σιγοτραγουδούσα αυτό το τραγούδι…
Πάντα πίστευα ότι ανήκω μέσα σ’ αυτή την φουρτουνιασμένη, σκοτεινή θάλασσα…
Δεχόμουν το σκοτάδι και την αντάρα της, σαν σημείο επικοινωνίας μεταξύ εμού και αυτής… Μεταξύ της ψυχής μου και της ψυχής της…
Δεχόμουν την ελευθερία της και την δύναμή της…

Έπαιρνα δύναμη και ελευθερία από αυτή…
Ταξίδι μέσα της, χωρίς στεριά στον ορίζοντα… Χωρίς προορισμό… Μόνο ταξίδι… Με κάθε καιρό… Με κάθε μέσον…
Δεν ξέρω αν ποτέ ήθελα να βρω στεριά… Και οι στεριές που βρέθηκαν μπροστά μου στο ταξίδι αυτό, ποτέ δεν μπόρεσαν να με καλοδεχτούν… Δεν τους ταίριαζα και δεν μου ταίριαζαν…

Δεν άντεχαν την φουρτούνα… 
Δεν άντεχα αδυναμία τους…
Και συνέχιζα το ταξίδι…

Και πάντα μόνος… 
Και πάντα με μουσικές που με βοηθούσαν να μην σταματήσω το ταξίδι… 
Μουσικές τροφή της καρδιάς…
Αλλά, η φουρτουνιασμένη θάλασσα πάντα εκεί… Δίπλα μου…
Έβρεχε και πότιζε το κορμί μου… 

Μύριζα την αλμύρα της επάνω μου…
Ώσπου κουράστηκα να παλεύω τα κύματα… Ώσπου η φουρτούνα δεν με άντεχε και δεν την άντεχα…
Προσπάθησα να την αφήσω πίσω μου…
Δεν ήταν δυνατόν… 

Είχε βαθιές ρίζες μέσα μου…
Είχε ποτίσει όλο μου το είναι…
Και αποφάσισα να την δεχτώ σαν κομμάτι του εαυτού μου…
Να την χρησιμοποιήσω για να δημιουργήσω…
Να την χρησιμοποιήσω για να μπορέσω να βρω μια στεριά με γερά βράχια για να σπάνε τα κύματα επάνω της… 

Και εκεί να στεριώσω… 
Και εκεί να βρω ένα λιμάνι, για να έχω το καράβι δεμένο και πάντα έτοιμο για ταξίδια…
Σ’ ευχαριστώ στεριά μου…
Το καράβι μου και ‘γω στη διάθεσή σου…


Σάββατο 30 Ιουλίου 2011

         ...............................................................
 




Ποιητής του χθες,
πραματευτής του σήμερα…

Τα μάτια ξεκουράζονται
στο μπλε της απεραντοσύνης,

σημαδεύουν τα καϊκια

στο πέρασμά τους και

ακολουθούν τους γλάρους

στο πέταγμά τους…
Οι μόνοι ήχοι που φτάνουν
στην έσω ψυχή,

είναι οι ήχοι της σιωπής

που ακούγονται δυνατότεροι από ποτέ

όσο ο ήλιος τρέχει

να συναντήσει το φεγγάρι…
Άνοιξε ψυχή μου τις αισθήσεις σου και
ζήσε το απρόσμενο, το γνωστό και το θαυμαστό…
Μάθε να σιωπάς, ν’ αγαπάς και να θρηνείς
τον πόνο της μοναξιάς, της συντροφικότητας και του χαμού…
Γίνε ήχος μοναδικός
στις καρδιές των δικών σου

ακουστικών οδών
και δώσε τους

τους παλμούς εκείνους που θα τις δονήσουν

αρμονικά και δυνατά…
Ζήσε την ομορφιά και ταξίδεψέ την…

Για σένα,
που το μόνο που χρειάζεται,
είναι να βλέπεις το πέλαγο να ανοίγεται μπροστά σου
για να μπορείς να λες αυτά που η ψυχή σου ακούει…

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2011

        .................................................................



Σήμερα, σκεφτόμουν τα χρώματα…
Τα χρώματα της ζωής μου…
Το μπλε, το κόκκινο, το μαύρο, το άσπρο…
Έντονα ή απαλά…
Ανάλογα με την διάθεση…
Ανάλογα με την περίπτωση…
Σκεφτόμουν, τι χρώμα να δώσω στις στιγμές μου…
Σε στιγμές είτε με εσένα, είτε χωρίς εσένα…
Σκεφτόμουν, τι χρώμα να δώσω στα όνειρά μου…
Όνειρα γλυκά, όνειρα αγωνιώδη, όνειρα εφιάλτες…
Σκεφτόμουν, τι χρώμα να δώσω στις προσδοκίες μου…
Προσδοκίες για κοινή ζωή, προσδοκίες για ζωή…
Χρωμάτισα τα μάτια μου, το βλέμμα μου…
Και ξέρεις…
Μέσα σε όλα αυτά τα χρώματα, βρέθηκε ένας συνδυασμός από αυτά που έδενε με τα μάτια μου και έδινε ουσία στις σκέψεις μου…
Ήταν τα χρώματά σου…
Ήταν τα χρώματα που έχω στολίσει την όψη σου…
Ήταν τα χρώματα της ζωής μας…
Και μου άρεσαν…
Και τα δέχτηκα…
Και τα αποδέχτηκα…
Κάπου διάβασα, ότι η ζωή δεν βγαίνει με συνταγές…
Δίκιο…
Όμως, κανένας δεν μίλησε ότι δεν βγαίνει με χρώματα…
Έτσι λοιπόν και ‘γω, την χρωματίζω…
Για να μπορώ να φωτιστώ από τα χρώματά της…
Για να μπορώ να την σκουρύνω ή να την ανοίξω…
Όταν την έχεις χρωματίσει, μπορείς να πειραματιστείς με τις αποχρώσεις…
Όταν την έχεις ασπρόμαυρη, μόνο να αλλάζεις τους τόνους στο γκρι σου μπορείς…
Τίποτε άλλο…
Και αν ήταν το γκρι να ήταν το χρώμα που ταιριάζει στους ανθρώπους, σίγουρα ο κόσμος θα ήταν ασπρόμαυρος…


Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

     ......................................................................




- Θέλω τον χρόνο μου.
- Δηλαδή;
- Θέλω να μείνω λίγο μόνη μου. Να σκεφτώ.
- Τι να σκεφτείς καλή μου;
- Την ζωή μου από εδώ και πέρα.
- Δύσκολο έργο.
- Το ξέρω. Γι’ αυτό ζητάω το χρόνο μου.
- Λογικό και απαραίτητο.
- Θα μου τον δώσεις;
- Δεν είμαι αρμόδιος να δίνω χρόνο σε κάποιον.
- Δηλαδή;
- Δεν νομίζω ότι είμαι αυτός που θα σου δώσει χρόνο. Από τον εαυτό σου πρέπει να τον ζητήσεις. Θα πρέπει να το συζητήσεις με αυτόν. Αυτός έχει ανάγκη. Αυτός χρειάζεται ηρεμία να αποφασίσει. Αυτός ορίζει τον χρόνο. Και όπως ξέρεις, ο χρόνος είναι σχετικό μέγεθος. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να συμπορευτώ με τον δρόμο που θα τραβήξεις.
- Με θεωρείς παράλογη;
- Όχι κορίτσι μου. Καθόλου παράλογη. Μπερδεμένη θα έλεγα. Μου μοιάζεις σαν ένα αρκουδάκι που έχει στα χέρια του ένα βαζάκι με μέλι και δεν ξέρει πώς να βάλει το χέρι του μέσα να φάει, γιατί ποτέ δεν είχε ξαναπιάσει βάζο με μέλι στα χέρια του.
- Αρκουδάκι εγώ;
- Ναι μαναράκι μου. Εσύ.
- Θα με βοηθήσεις να μάθω να τρώω;
- Αν δεν βοηθήσεις εσύ τον εαυτό σου, εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Στο έχω ξαναπεί. Εγώ μπορώ να σου δείξω τον τρόπο να βάλεις το χέρι στο βάζο. Τον τρόπο να το γλύψεις θα πρέπει να τον ανακαλύψεις μόνη σου.
- Έστω. Το θέλω αυτό.
- Θα το έχεις.
- Να ζητήσω και κάτι άλλο;
- Πες μου.
- Θα είσαι εδώ όταν γυρίσω;
- Που θα πας;
- Εννοώ, αφού πάρω τον χρόνο μου και μετά.
- Να σου κάνω μία ερώτηση;
- Πες μου.
- Εσύ θα γυρίσεις μετά από την διεργασία που έχεις να κάνεις με τον εαυτό σου;
- Ναι.
- Οπότε, και ‘γω ναι σου απαντάω.
- Τόσο απλά;
- Τόσο απλά. Τα πολύπλοκα τα έχουμε αφήσει για τους αμάθευτους.
- Και ‘μεις είμαστε μαθημένοι;
- Μάλλον παιδευμένοι θα έλεγα.
- Σ’ αγαπώ.
- Σε στηρίζω.
- Θα μου λείψεις.
- Θα είμαι εδώ.
- Μη φύγεις.
- Δεν θα σε ψάξω.
- Γεια σου καλέ μου.
- Θα στρώνω το δρόμο σου για την νέα περπατησιά σου ομορφιά μου…

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

      ...................................................................



Σε κοιτάω στα μάτια,
όταν σου μιλάω για τη ζωή μου…
Έτσι, δεν θα πεις ότι σου λέω ψέματα…

Σε φιλάω στα χείλη,
όταν μου μιλάς για τη ζωή σου…
Έτσι, δεν θα πεις ότι δεν σε νοιώθω…

Σε παίρνω αγκαλιά,
όταν μου μιλάς για τα όνειρά σου…
Έτσι, δεν θα πεις ότι ποτέ δεν τα άκουσα…

Σου μιλάω για μας,
τις φορές που σε νοιώθω μακριά μου…
Έτσι, δεν θα πεις ότι δεν προσπάθησα να σε κρατήσω…

Κάνουμε έρωτα,
με τρόπο, λες και είναι πάντα η πρώτη φορά…
Έτσι, δεν θα πεις ότι δεν σε πόθησα αρκετά…

Σου λέω σ’ αγαπώ,
τις ώρες της σιωπής και της ηρεμίας μας…
Έτσι, δεν θα πεις ότι δεν άκουσες τον πόνο μου…

Σωπαίνω,
τις στιγμές που μου λείπεις πολύ…
Έτσι, δεν θα πεις ότι δεν κατάλαβα την παρουσία σου…


Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

        ..................................................................




Τις νύχτες του πάθους
ταξίδεψα σε χώρες-κορμιά
από διαφορετικό χώμα-χρώμα
φτιαγμένες…

Είχα σαν οδηγό τις αισθήσεις
και το νου μου…

Την όραση
για να κοιτώ στα μάτια
τον προορισμό μου…

Την αφή
για να αισθάνομαι
τις ανισοσταθμίες του κορμιού…

Την γεύση
για να γεύομαι λαίμαργα
τους χυμούς που ανάβλυζαν από το πάθος…

Την όσφρηση
για να μυρίζω τον πόθο
σε κάθε θύλακα του δέρματος…

Την ακοή
για να χαίρομαι
τους ήχους της ηδονής…

Τα ταξίδια μου
με έμαθαν να γνωρίζω
τις επιθυμίες που αναπτύσσονται
ανάμεσα σε ταξιδευτές
ξένους και άμαθους μεταξύ τους…

Ολοκληρώθηκα σαν άντρας
και ολοκλήρωσα τις αισθήσεις μου
σε κορμιά αλαργινά
σε ταξίδια μυστικά…

Ταξιδευτής και πραματευτής
σκηνωμάτων και αρωμάτων
κορμιών και λογισμών…
        ..................................................................




Η ζωή του, ήταν πάντα μία βόλτα πάνω σε τεντωμένο σκοινί…
Ζούσε, ηθελημένα και ενσυνείδητα, στην κόψη…
Ήθελε να νοιώθει την ευτυχία και την δυστυχία την ίδια στιγμή…
Ήθελε να νοιώθει το πάθος και την απόρριψη την ίδια στιγμή…
Ήθελε να νοιώθει αετός και πρόβατο την ίδια στιγμή…
Δεν τον ένοιαζε τι θα λένε οι άλλοι…
Αρκεί αυτός να ήταν καλά…
Να πετούσε και να έπεφτε με την ίδια ευκολία…
Είτε στην πραγματικότητα, είτε στο όνειρο…
Πόνεσε εαυτόν και αλλήλους στην ερωτική του ζωή…
Θέριεψε πάθη, κατέστρεψε πόθους…
Και το αντίστροφο…
Ζούσε, λες και δεν είχε φραγμούς…
Ή μάλλον, λες και δεν δεχόταν όρια από άλλους…
Οι φραγμοί του ήταν αυτός και ο εαυτός του…
Πιστός και άπιστος μαζί…
Είτε στο Θεό, είτε στην Ζωή…
Ένας άλλος Καζαντζακικός Ζορμπάς…
Ένας άλλος Άκης Πάνου…
Ένας Ελεύθερος-Πολιορκημένος της καθημερινότητάς του…
Αντιφατικός και προβλέψιμος…
Ανώριμος και σοφός…
Προστάτης και απροστάτευτος…
Θύτης και θύμα…
Είτε για τον ίδιο, είτε για τους άλλους…
Δεν ήξερες αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα…
Μπορεί και τα δύο…
Μπορεί και κανένα από τα δύο…
Μοναδικός…
Ήταν όλα και τίποτα…
Ήταν Άντρας…


Κυριακή 24 Ιουλίου 2011

       ...................................................................
 




Πάντα πρέπει να είχα μέσα μου, την ανάγκη να γράψω…
Πάντα πρέπει να είχα μέσα μου, την πολυτέλεια να σκέφτομαι ιστορίες ανθρώπων και να τις πλάθω στα μέτρα και στα σταθμά τα δικά μου…
Θέλεις γιατί κινηματογραφόφιλος από παιδί κατέγραφα στο υποσυνείδητό μου κάθε σκηνή και χαρακτήρα που έβλεπα…
Θέλεις γιατί κυλούσε στο αίμα μου το ελληνικό τραγούδι και οι ιστορίες που αυτό εξιστορούσε…
Θέλεις γιατί παρατηρούσα τα πάντα γύρω μου με μία διάθεση περιέργειας και σχολιασμού…
Θέλεις γιατί είχα ένα τόνο σνομπισμού και υπεροψίας για όλους τους γύρω μου…
Δεν ξέρω…
Αυτό που ξέρω είναι ότι κατάφερα στα ..... μου χρόνια να μπορώ να περάσω ‘στο χαρτί’ τις σκέψεις και τις εμμονές μου…
Και δεν έχω λίγες…
Υπήρχαν εκεί…
Μου τριβέλιζαν το μυαλό και έψαχναν την κατάλληλη στιγμή να βγουν…
Να απλωθούν και να γεμίσουν την σκέψη και το χαρτί μου…
Ίσως να έψαχναν την κατάλληλη συναισθηματική φόρτιση…
Ίσως να περίμενα το αστερακι μου
Μπορεί…
Πρέπει να της αποδώσω τα εύσημα, γιατί με βοήθησε να καταλάβω τον εαυτό μου, με βοήθησε να καταλάβω γιατί η γη γυρίζει γύρω μου, έτσι όπως γυρίζει, γιατί αγαπάω τόσο πολύ τις γυναίκες…
Πρέπει να της αποδώσω τα εύσημα, γιατί με ανέχεται ώρες ατελείωτες στις συνομιλίες μας, στους καυγάδες μας, στα ‘δύσκολά’ μας…
Πάνω απ’ όλα, πρέπει να της δώσω τα εύσημα γιατί πίστεψε σε μένα…
Και δεν είμαι εύκολος άνθρωπος…
Μάλλον το αντίθετο…
Αλλά αυτό, δεν το λέμε πιο έξω…
Κατά καιρούς, ασχολήθηκα με τον εαυτό μου…
Είπα τα στραβά του και τα καλά του…
Ανοίχτηκα και εκτέθηκα…
Ίσως να με ενοχλούσε τότε…
Όμως, δεν με ενοχλεί τώρα…
Δεν έχω να φοβηθώ τίποτα…
Είμαι ένας άνθρωπος με πάθη και πόθους…
Προσωπικά μου στοιχεία και δεδομένα περνάνε μέσα από τις ιστορίες μου…
Βασικά, είμαι ένας καθημερινός άνθρωπος μέσα σε τόσους άλλους…
Είμαι ένας, μεταξύ πολλών συνονόματων…
Αντ’ εμού, θα αφήσω να μιλήσουν οι λέξεις, οι προτάσεις, οι παράγραφοι…
Αυτές, μπορούν να τα πουν καλύτερα…
Αυτές, ξέρουν καλύτερα…
Εγώ δεν είμαι τίποτα μπροστά τους…
Εγώ, απλά γράφω........


Σάββατο 23 Ιουλίου 2011

        .................................................................






Οι άνθρωποι, είναι παράξενα όντα…
Αγαπάνε και μισούν με το ίδιο πάθος, με την ίδια ένταση, με τον ίδιο τρόπο…
Και κάθε στιγμή είναι σε θέση να δώσουν και τη ζωή τους γι’ αυτό το πάθος τους…
Είναι σε θέση να πληρώσουν τίμημα βαρύ, για να πουν ότι ‘αγάπησαν’ ή ‘μίσησαν’…
Με δεδομένο ότι για το μίσος μπορείς να εγκληματήσεις, για την αγάπη μπορείς να κάνεις το ίδιο…
Πόσα εγκλήματα έχουν διαπραχθεί στο όνομά της;;;
Πόσες ζωές έχουν καταστραφεί για την απόδειξή της;;;
Κι’ όμως, πιστεύουμε ότι η ‘αγάπη’ είναι ευγενές συναίσθημα, ενώ το μίσος είναι πρωτόγονο…
Στην μάχη της επιβίωσης, δεν υπάρχουν πρωτόγονα και ευγενή συναισθήματα…
Υπάρχει μόνο ζωή ή θάνατος…
Μέλλον ή παρελθόν…
Τίποτε άλλο…
Η αγάπη και το μίσος δίνουν ακριβώς τα ίδια αποτελέσματα στην αρένα της επιβίωσης…
Ζωή ή θάνατος…
Μέλλον ή παρελθόν…
Διαλέγεις και παίρνεις…
Απλά, σαν άνθρωποι μπορούμε να δεχτούμε πιο εύκολα το συναίσθημα της ‘αγάπης’…
Ίσως, γιατί στην αρχή του δεν μας πονάει τόσο πολύ…
Ίσως, γιατί δεν καταλαβαίνουμε πότε μας πονάει…
Ίσως, γιατί εμείς μεγαλώσαμε για να ‘αγαπάμε’…
Ενώ με το μίσος ξεκινάμε αντίστροφα…
Ο πόνος μας έρχεται αμέσως…
Με το χρόνο απαλύνει και χάνεται…
Όμως, πάντα θυμόμαστε αυτή την πρώτη επαφή μας μαζί του…
Πάντα θυμόμαστε τον πόνο που μας προκάλεσε…
Και το αποκηρύττουμε…
Και το διώχνουμε…
Όσο μπορούμε βέβαια…
Αγαπημένο τους χρώμα, το κόκκινο…
Το κόκκινο της φωτιάς…
Σαν τη φωτιά που καίει από τη δύναμη του συναισθήματος…

Αγαπάμε ή μισούμε περισσότερο;;;

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

       .................................................................

 



Θέλω να με αφήσεις να σου φτιάξω ένα άρωμα…
Δεν θα βάλω μέσα ούτε σφένδαμο, ούτε βανίλια, ούτε γιασεμί, ούτε κανέλα…
Θα βάλω μέσα εσένα και εμένα, εμάς…
Τους πόθους και τα πάθη μας…
Τον έρωτα και την αμαρτία μας…
Τα λάθη και τα σωστά μας…
Τα θέλω και τα δίνω μας…
Θα αφήσω εκτός,
τα πρέπει και τα παίρνω μας…
Τις υποχωρήσεις και τις κακίες μας…

Θα σου φτιάξω ένα άρωμα, προσαρμοσμένο στο κορμί σου…
Οικείο και ζωντανό…
Να ταιριάζει με τον ιδρώτα σου…
Να ευωδιάζει στη χαρά σου…
Να γλυκαίνει τον πόνο σου…
Να βοηθάει το βλέμμα σου να ορίζει το μέλλον σου…

Θα σου φτιάξω ένα άρωμα, να το φοράς τα πρωινά…
Όταν ξυπνάς από τον ύπνο σου…
Όταν κοιτάς στο πλάι σου και βλέπεις εμένα…
Όταν λες την πρώτη καλημέρα της ημέρας στ’ αυτιά μου…

Θα σου φτιάξω ένα άρωμα, να το φοράς τη νύχτα…
Πριν πέσεις στην αγκαλιά μου…
Πριν αφήσεις τα χάδια μου να συνταράξουν το κορμί σου…
Πριν τα σώματά μας γίνουν ένα και αναταράξουν τον κόσμο μας…
Πριν το χάραμα μας βρει, αγκαλιασμένους και αποκαμωμένους από τον έρωτά μας…

Θα το ονομάσω με το γλυκό σου όνομα…
Το μοναδικά ειπωμένο και τραγουδισμένο από τα χείλη σου…
Όπως το είπες εκείνη την πρώτη φορά που σε γνώρισα…
Όπως το κατέγραψε το μυαλό μου και το μιλάει η ψυχή μου…

Θέλω να με αφήσεις να σου φτιάξω ένα άρωμα…
Για να είναι μοναδικό σου…
Όπως εσύ…
        ................................................................




Αφέθηκα να ακολουθήσω το δρόμο που οδηγούσε μακριά σου…
Τον περπάτησα για μεγάλο μήκος…
Βρήκα νέους τόπους και αντάμωσα καινούργιους ανθρώπους…
Δεν βρήκα πουθενά να σου μοιάζουν…
Πίστεψα ότι σε ξεπέρασα…
Ώσπου, αντάμωσα την αντανάκλασή του προσώπου μου σε λιμνάζοντα νερά, στην άκρη του δρόμου…
Καθρέφτισα το πρόσωπό μου και είδα εσένα…
Φοβήθηκα…
Κοίταξα πίσω…
Είχα περπατήσει πολύ…
Και θα περπατούσα ακόμη περισσότερο για να γυρίσω να σε βρω…
Για να σου ζητήσω πίσω το πρόσωπό μου…
Για να σου δώσω πίσω την αντανάκλαση του δικού σου…

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2011

                       ..................................................................



  

Θα μου απαντήσεις σε μία ερώτηση;;;
- Ευχαρίστως.

Πες μου…
- Εμείς είμαστε ‘εραστές του ονείρου’ ή ‘ονειρικοί εραστές’;;;
- Καλά. 

Πως σου ήρθε αυτό τώρα;;;
- Να. Σκεφτόμουν τη σχέση μας, τα στάδια που έχει περάσει και το μέλλον της…
- Και σου προέκυψε αυτή η ερώτηση;;;
- Ναι…
- Ξέρεις, είναι σαν να μου λες αν είμαστε ρεαλιστές ή όχι στον έρωτά μας…
- Περίπου…
- Πιστεύεις ότι δεν είμαστε;;;
- Πιστεύω ότι ο έρωτας πρέπει να έχει μία δόση ουτοπίας μέσα του για να μπορέσει να υπάρξει…
- Και τι θεωρείς ουτοπικό στη δική μας σχέση; Το ότι κάνουμε όνειρα;

Το ότι θέλουμε να υπερπηδήσουμε τα όσα προβλήματα προκύψουν;;;
- Ιδιαιτέρως αυτά.

Προσπαθώ να είμαι πραγματίστης και να μην υπερβάλλω. 
Προσπαθώ να βλέπω τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση και να μην αιθεροβατώ. Πειράζει;;;
- Δεν είπε κανένας ότι πειράζει. 

Απλά, κάποια στιγμή θα πρέπει να αφήνεις και ένα παράθυρο για να μπαίνει φως. 
Δεν πρέπει να είναι όλα τυφλά και κλεισμένα…
- Παράθυρο να αφήσω. 

Φοβάμαι όμως, ότι το παράθυρο θα γίνει μπαλκονόπορτα και δεν θα κλείνει με τίποτα…
- Μόνο, αν δεν το προσέξεις το παράθυρο γίνεται μπαλκονόπορτα και δεν μαζεύεται με τίποτα.

Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, είναι καλό να μπαίνει φως στο δωμάτιο της καρδιάς σου και του μυαλού σου. 
Έτσι, οι σκιές φεύγουν και βλέπεις με άλλο μάτι το μέλλον…
- Πειράζει που φοβάμαι;;;
- Όχι. 

Εξάλλου, ο ‘φόβος φυλάει’…
- Ξέρεις όμως; 

Κουράστηκα να φοβάμαι…
- Το ξέρω.

Το καταλαβαίνω. 
Έχε μου εμπιστοσύνη…
- Προσπαθώ.

Τελικά τι είμαστε;
‘Εραστές του ονείρου’ ή ‘ονειρικοί εραστές’;;;
- Είμαστε εραστές της ζωής μας.

Ζούμε τη ζωή μας και είμαστε ερωτευμένοι με αυτή.
Είμαστε ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλο.
Απλά…

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

           .............................................................



- Υποσχέσου μου…
- Τι;;;
- Ότι θα είσαι για πάντα μαζί μου…
- Δεν μπορώ…
- Γιατί;;;
- Το ‘για πάντα’ με φοβίζει…
- Μα, με αγαπάς, έτσι δεν είναι;;;
- Και τι σχέση έχει να κάνει με το ‘για πάντα’ που είπες;;;
- Άμεση…
- Καμία…
- Ωραία. 
-Τι μπορείς να μου υποσχεθείς;;;
- Θα είμαι μαζί σου όσο αντέχω…
- Δεν το δέχομαι…
- Γιατί;;;
- Το ‘όσο αντέχω’ δείχνει δειλία. 
-Και ‘γω δεν θέλω δειλό τον σύντροφό μου…
- Δειλός, δεν είναι αυτός που υπόσχεται το ‘όσο αντέχω’. 
-Δειλός είναι αυτός που υπόσχεται το ‘για πάντα’…
- Γιατί;;;
- Ο ‘για πάντα’ σε κοιμίζει. 
-Ο ‘όσο αντέχω’ σε αφυπνίζει…
- Και ‘συ θέλεις να με αφυπνίσεις;;;
- Εγώ σ’ αγαπώ. 
-Και θέλω να είμαι μαζί σου. 
-Για πάντα…

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

        ..............................................................




- Πως είναι δυνατόν, να είσαι ο μόνος άνθρωπος που με καταλαβαίνει;
Πως είναι δυνατόν, να λέω σε όλους τα ίδια πράγματα, με τον ίδιο τρόπο και ‘συ να είσαι η μόνη που με νοιώθει;
Πως είναι δυνατόν, να με καταλαβαίνεις από ένα ‘σπάσιμο’ της φωνής μου, από ένα ‘σταμάτημα’ του λόγου μου, από μία ανεπαίσθητη αλλαγή της αναπνοής μου; 
Πως είναι δυνατόν, να εξηγώ σε όλους και ‘συ να μην χρειάζεσαι επεξήγηση των λόγων μου; 
Πως είναι δυνατόν, να κουράζομαι να μιλάω με τον οποιονδήποτε και με σένα να μιλάω με τις ώρες; Πως είναι δυνατόν, εσύ να είσαι τόσο μακριά αλλά και τόσο κοντά μου; 
Πως είναι δυνατόν; 
Μπορείς να μου πεις;
- Μπορώ. 
Μία είναι η απάντηση.
Σ’ αγαπάω.
- Κι’ άλλοι είπαν ότι με αγαπάνε, αλλά αποδείχτηκε ότι δεν με καταλάβαιναν.
- Τότε, δύο τινά συνέβαιναν.
Ή δεν σε αγάπησαν ή δεν σε άκουσαν.
Μπορείς να διαλέξεις όποιο σε πονάει λιγότερο.
- Ξέρεις τι με πονάει περισσότερο; 
Η κούραση που μου επέφερε αυτή η κατάσταση.
Η κούραση και η έλλειψη υπομονής. 
Δεν αντέχω άλλο να μιλάω και να μην με καταλαβαίνουν.
- Για την κούραση συμφωνώ. 
Για την έλλειψη υπομονής όχι
. Εκτός αν μου πεις ότι δεν έχεις πια ελπίδα.
- Ελπίδα;
Τι εννοείς;
- Ξέρεις, εικάζεται ότι χάνεις κάθε ίχνος υπομονής όταν χάνεις κάθε ίχνος ελπίδας.
Ελπίδα στο να σε καταλάβουν, ελπίδα στο να ελπίζεις για αλλαγή στη ζωή σου. 
Υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο;
- Κάποια στιγμή έφτασα σ’ αυτό το σημείο. 
Αλλά τώρα, όχι. 
Τώρα, ελπίζω ξανά στην ‘ελπίδα’.
Τώρα, υπάρχεις εσύ.
- Χαίρομαι, που γίνομαι η ‘ελπίδα’ σου.
- Χαίρομαι, που άπλωσες το χέρι σου.
- Χαίρομαι, που το είδες και το εμπιστεύτηκες.
- Σ’ αγαπώ.
- Και ‘γώ.

Κυριακή 17 Ιουλίου 2011


         ..............................................................






Το δειλινό έδειχνε το κοκκινωπό του χρώμα στον ορίζοντα…
Από το διαμέρισμά του στην Άνω Ηλιούπολη, μπορούσε να διαβάσει αυτό το χρώμα πολύ εύκολα…
Εξάλλου, το διάβασμα του δειλινού ήταν και η κύρια αιτία αγοράς αυτού του σπιτιού…
Ακούμπησε τα χέρια του στα κάγκελα του μπαλκονιού και έγειρε το σώμα του μπροστά…
Του άρεσε να κάθεται έτσι…
Τα μάτια του ατένισαν τις ταράτσες των σπιτιών που απλωνόντουσαν μπροστά του, ξεπερνώντας γρήγορα τα απλωμένα ρούχα και τις δορυφορικές κεραίες, φτάνοντας μέχρι τη θάλασσα και τα πλοία που την ταξίδευαν…
Εκεί έμεινε το βλέμμα του και χάθηκε για κάμποση ώρα…
Κοίταξε το ρολόι του…
Σε, περίπου, μισή ώρα, θα ερχόταν να τον δει…
Είχαν περάσει 2 χρόνια από την τελευταία φορά που είχαν βρεθεί σε αυτό το σπίτι…
Τακτοποίησε τα μαξιλάρια στον τριθέσιο καναπέ από μπαμπού που είχε στην μία άκρη του μπαλκονιού και έριξε το ριχτάρι επάνω…
Δεν καθόταν πια τόσο συχνά εκεί…
Μάλλον, απέφευγε να κάτσει μόνος του επάνω στον καναπέ…
Πότισε την μπουκαμβίλια που είχε στο πλάι του καναπέ…
Σκέφτηκε, ότι πρέπει να της αλλάξει γλάστρα γιατί είχε μεγαλώσει ιδιαίτερα και δεν έπαιρνε άλλο ανάπτυξη στην υπάρχουσα γλάστρα…
Θα το έκανε και αυτό κάποια στιγμή, όταν θα είχε διάθεση…
Ξανακοίταξε το ρολόι του…
Μπήκε στο σπίτι, πήρε το αποσμητικό χώρου σε σπρέι και αρωμάτισε τον χώρο…
Κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρα του, φόρεσε παντελόνι, πουκάμισο και έβαλε κολόνια…
Την κολόνια που του είχε πάρει εκείνη…
Την είχε ακόμη και την φόραγε ξανά τώρα που θα ερχόταν να τον δει…
Ήταν, κατά γενική ομολογία, ένα ταιριαστό ζευγάρι…
Αγαπήθηκαν πολύ σε σύντομο χρονικό διάστημα, χώρισαν αφήνοντας ο ένας πληγές στον άλλο, βίαια και άδοξα…
Στα δύο χρόνια που είχαν μεσολαβήσει, είχε κάνει κι’ άλλες δυο-τρεις σχέσεις, χωρίς όμως να στεριώσει πουθενά…
Ένοιωθε μέσα του την παρουσία της, ήξερε ότι ήταν ότι δυνατότερο και πληρέστερο είχε μέχρι τότε και προσπαθούσε να το αναγεννήσει από τις στάχτες του, με διαφορετική κοπέλα κάθε φορά…
Η πλήρης αποτυχία δηλαδή…
Και γι’ αυτόν και για τις κοπέλες…
Και να τώρα, εμφανίστηκε από μόνη της στο προσκήνιο…
Δεν του είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση η επανεμφάνιση…
Πάντα την περίμενε, πάντα προσδοκούσε γι’ αυτή…
Λες και θα έκλεινε ένας κύκλος απουσίας…
Την διάμετρο του δεν ήξερε…
Η συγκεκριμένη διάμετρος κράτησε δύο χρόνια…
Πάλι καλά…
Ξανακοίταξε το ρολόι του…
Η ώρα πλησίαζε επικίνδυνα…
Ξαναβγήκε στο μπαλκόνι…
Κοίταξε τον δρόμο…
Περίμενε…
Ένα taxi φάνηκε στη στροφή του δρόμου…
Σταμάτησε από κάτω…
Μία κοπέλα βγήκε από την πίσω δεξιά πόρτα του…
Εκείνη…
Φορούσε ένα μπλε πουά φόρεμα…
Της ταίριαζε το μπλε…
Μπήκε μέσα και περίμενε το χτύπημα στο κουδούνι…
Δεν άργησε να έρθει…
Πήγε να ανοίξει, χωρίς να ρωτήσει ποιος είναι…
Άνοιξε την εξώπορτα του διαμερίσματος και στάθηκε στο άνοιγμά της…
Ο ανελκυστήρας ανέβηκε στον όροφό του…
Εμφανίστηκε μπροστά του…
Ένα, μάλλον, αμήχανο χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό της…
- Καλησπέρα ....
- Καλησπέρα .....

Αντάλλαξαν καλησπέρες, χαμόγελα και φιλιά στο μάγουλο…
Την παρατήρησε από πάνω μέχρι κάτω, σαν να την εξέταζε…
Δεν είχε αλλάξει ιδιαίτερα…
Ίσως κάνα δυο κιλά παραπάνω, που μάλλον τις ταίριαζαν, και άλλο χρώμα στα μαλλιά, πιο σκούρο…
Προσπάθησε να καταλάβει τι ένοιωθε…
Απόλυτη συμπάθεια, αλλά όχι έρωτας…
Σαν να γκρεμίστηκε μέσα του το οικοδόμημα αισθημάτων που ένοιωθε δύο χρόνια τώρα…
Τι ήταν λοιπόν;
Εγωισμός;
Μπορεί…
Οδηγήθηκαν στην βεράντα…
Το δειλινό εκεί να χαρίζει το ίδιο χρώμα…
Ίδιο σκηνικό, διαφορετικές καταστάσεις…
Ερωτο-απαντήσεις τυπικής διαδικασίας για προσφορά καφέ, χυμού και παγωτού…
Του ζήτησε λίγο χυμό και τίποτε άλλο, γιατί έπρεπε να προσέχει τη σιλουέτα της…
Η φιλοφρόνηση ότι δεν είχε ανάγκη, επιβεβλημένη…
Επιβεβλημένη και δίκαιη…
Ο χυμός προσφέρθηκε και η ώρα για κουβέντα ξεκίνησε…
Του είπε ότι του έλειψε…
Της απάντησε το ίδιο…
Του είπε ότι θα ήθελε να τον έβλεπε περισσότερο και ότι νοιάζεται για ‘κείνον…
Της είπε ότι τα αισθήματα είναι αμοιβαία, αλλά δεν πρέπει να ξαναγυρίσουν στις ίδιες καταστάσεις που τους πλήγωσαν…
Του είπε ότι θα ήθελε να ξαναπροσπαθήσουν, αν και αυτός το ήθελε…
Της είπε ότι όσο κι’ αν την σκέφτεται, δεν πρόκειται να ξανανιώσει έρωτα γι’ αυτή…
Έβαλε τα κλάματα…
Την πήρε αγκαλιά…
Στον μπαμπού καναπέ…
Το δειλινό άφηνε την τελευταία του πνοή στον θόλο του ουρανού…
Η έναστρη νύχτα έριχνε πια το φως της επάνω τους…
Σηκώθηκε να φύγει…
Τη συνόδεψε μέχρι την πόρτα και την αποχαιρέτησε με ένα φιλί…
Δεν ξαναήρθε σπίτι του…
Δεν ξαναέβαλε την κολόνια που του είχε αγοράσει…
Άλλαξε κάποια στιγμή γλάστρα στην μπουκαμβίλια…
Στο μπαλκόνι έκανε καιρό να ξανακάτσει…

Σάββατο 16 Ιουλίου 2011

       ..................................................................





 Το εισιτήριο έγραφε: Αμαξοστοιχία ......, βαγόνι 3, θέση 17, ώρα αναχώρησης …
Ο κόσμος συνωστίζονταν στην αποβάθρα περιμένοντας την άφιξη του συρμού για επιβίβαση…
Κάποιοι φαντάροι σε μίαν άκρη, σαν απόκληροι της κοινωνίας, περίμεναν και αυτοί το ίδιο τρένο να τους πάρει και να τους οδηγήσει στη μονάδα τους…
Κινητά στα χέρια και στ’ αυτιά, χαμογελαστά και σκυθρωπά πρόσωπα…
Τσιγάρα και ανυπομονησία…
Από τα μεγάφωνα του σταθμού αναγγέλθηκε η άφιξη της αμαξοστοιχίας…
Τελευταία ρουφηξιά στο τσιγάρο, τελευταίο φιλί στο μάγουλο, τελευταία ‘να προσέχεις και να μου τηλεφωνήσεις όταν φτάσεις’, ‘θα έρθω ξανά γρήγορα’ και ‘θα μου λείψεις’…
Ανέβηκε στο βαγόνι κρατώντας το κόκκινο σακ-βουαγιάζ στο χέρι…
Ήταν ελαφρύ, δεν είχε ιδιαίτερα ρούχα μέσα…
Πιο πολύ βάραιναν τα βιβλία παρά τα ρούχα…
Τώρα τελευταία, τον ενδιέφερε να ντύνει την ψυχή του παρά το σώμα του…
Έψαξε με τα μάτια του τη θέση, έβαλε το σακ-βουαγιάζ στο ράφι πάνω από τη θέση και κάθισε…
Κράτησε δύο βιβλία μαζί του, μικρά σε μέγεθος και όγκο…
‘Συμπυκνωμένες σκέψεις’ του άρεσε να τα λέει…
Ο κόσμος γύρω του σε αναμπουμπούλα μέχρι να τακτοποιηθεί στις θέσεις του…
Δίπλα του, κάθισε ένα παλικάρι, φοιτητής μάλλον, που πήγαινε στην πόλη του, στους δικούς του…
Ήξερε, εκ των προτέρων, ότι δεν θα ανταλλάξουν και ιδιαίτερες κουβέντες…
Ότι καλύτερο για να μείνει αναπόσπαστος στο διάβασμά του…
Άνοιξε το πρώτο βιβλίο…
Κάποια ευθυμογραφήματα, κάποια μικρά οδοιπορικά σε παλιές εποχές…
Του άρεσε το γράψιμο του συγκεκριμένου συγγραφέα και απορροφήθηκε…
Ο ελεγκτής πέρασε μετά από λίγο, έδωσε το εισιτήριό του και επέστρεψε στο διάβασμα…
Πιάστηκε ο λαιμός του και σήκωσε το κεφάλι του…
Εκείνη καθόταν απέναντί του και τον κοίταζε…

Θα ταξίδευε με την πεθερά της…
Θα έκανε την ανάγκη φιλοτιμία και θα ταξίδευε με την πεθερά της…
‘Αγάπη μου’ της είπε ο σύζυγος της ‘ξέρω ότι δεν είναι και το καλύτερό σου, αλλά πρέπει να πας εσύ με την μαμά.

Εγώ θα έρθω αύριο. 
Σήμερα δεν μπορώ να φύγω από τη δουλειά. 
Και το ‘κρεβάτι’ της ξαδέρφης μου είναι σήμερα. Πρέπει, τουλάχιστον, ένας από τους δυό μας να είναι εκεί’…
Ξανθιά με μακριά μαλλιά, κρατούσε ακόμη τη σιλουέτα της πρώτης της νιότης…
Το ήξερε και το τόνιζε, διακριτικά βέβαια…
Από το ξεκίνημα της είχε κάνει εντύπωση αυτός ο άντρας που καθόταν δύο θέσεις παραπέρα…
Σαν να ήταν στον κόσμο του, παρέα με τα βιβλία του…
Τι να διαβάζει άραγε;;;
Πόσο καιρό είχε η ίδια να διαβάσει οτιδήποτε λογοτεχνικό…
Μόνο καμιά κυριακάτικη εφημερίδα και κάνα κουτσομπολίστικο περιοδικό, από αυτά που οι φίλες της και η πεθερά της αγόραζαν…
‘Κοιτάμε τους άλλους για να ξεχάσουμε τους εαυτούς μας’ είπε μεγαλόφωνα κάνοντας την πεθερά της να απορήσει…
‘Τι είπες;’ την ρώτησε…
‘Τίποτε μητέρα’ απάντησε εκείνη…
‘Κάτι άκουσα’…
‘Είπα φωναχτά μια σκέψη μου’ συνέχισε ‘μη δίνεται σημασία. Θέλετε να πιείτε κάτι ή να φάτε;’…
‘Όχι.

Δεν θέλω τίποτε τώρα.
Αργότερα ίσως’ ανταπάντησε η πεθερά και επέστρεψε στο περιοδικό της…
Κοίταξε έξω από το παράθυρο…
Ξαναγύρισε το βλέμμα της στον νεαρό…
Τι να διαβάζει άραγε;;;

‘Όμορφη γυναίκα.
Μητέρα της είναι αυτή δίπλα της;
Δεν της μοιάζει καθόλου.
Μάλλον πεθερά, αν κρίνω από την έκφραση του προσώπου της.
Και η βέρα, σημάδι κατατεθέν’…
Ξαναγύρισε στο βιβλίο του…
Δεν διάβασε πολύ…
Ξανασήκωσε τα μάτια του και κοίταξε προς το μέρος της…
Την είδε να κοιτάει έξω από το παράθυρο και το πρόσωπό της να μελαγχολεί…
Επέστρεψε στο βιβλίο του…
Τα μάτια στο βιβλίο, το μυαλό στα μάτια της…
Διέταξε τα μάτια του να οργώσουν τις σειρές του βιβλίου και την απόσταση ανάμεσα στα καθίσματα μέχρι τα μάτια της…
Ολόκληρο διάδρομο έφτιαξαν…
Όποτε τον κοιτούσε, τα κατέβαζε βίαια στο βιβλίο…
Τα ξανανέβαζε για να δει ότι τα δικά της ήταν εκεί…
Και ξανά πίσω…

‘Με κοιτάζει’ σκέφτηκε και κοκκίνισε…
‘Ωχ, θα με δει και τι θα κάνω;’…

‘Κοκκίνισε.
Δεν το πιστεύω.
Υπάρχουν γυναίκες που κοκκινίζουν ακόμη;’…
Πήρε το περιοδικό από την πεθερά της, που στο μεταξύ είχε κοιμηθεί…
Προσποιήθηκε πως διάβαζε…
Κλεφτές οι ματιές της, τρελός ρυθμός στην καρδιά της…
Έπιασε την βέρα με τις άκρες των δακτύλων της και την γύρισε γύρω-γύρω στο δάχτυλο που την φορούσε για να την νοιώσει…
‘Που με έστειλες, μου λες;’ απεύθυνε νοητά την ερώτηση στον άντρα της…
‘Που είσαι τώρα, μου λες;’ δεύτερη ερώτηση…

‘Φαντάσου, τι άγχος έχει για να παίζει με την βέρα της έτσι.
Ξέρουμε κοπέλα μου ότι είσαι παντρεμένη. Δεν χρειάζεται να μας το θυμίζεις κάθε λίγο και λιγάκι’…
‘Ακόμη κοιτάει. 
Ακόμη.
Είμαι καλή;’ σκέφτηκε και έβγαλε το καθρεφτάκι της από την τσάντα της…
Η πεθερά της κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου…
Μακάριοι οι εν αγνοία…
Έφτιαξε το κραγιόν της, χτένισε με τα χέρια της τα μαλλιά της…
Έκλεισε το καθρεφτάκι και στύλωσε τα μάτια της επάνω του…
Τα δικά του ήταν εκεί…
Έφυγαν άραγε καθόλου;;;

‘Φτιάχνεται κιόλας’ σκέφτηκε…
‘Τι να κάνω;

Ο χώρος και ο χρόνος περιορισμένος. 
Τι να κάνω;’…
‘Γιατί δεν κάνει κάτι;’ σκέφτηκε και αμέσως ‘Τι λέω η τρελή Θεέ μου, παντρεμένη γυναίκα’…
Γύρισε στο περιοδικό με κόκκινα μάγουλα…

‘Πρέπει να έχει 40 πυρετό έτσι όπως είναι κόκκινα τα μάγουλά της’…
‘Δεν πρέπει να την ταλαιπωρώ άλλο’…
Σηκώθηκε, άφησε τα βιβλία του στο κάθισμα, πήρε το κινητό του και κατευθύνθηκε προς την θέση της…
Φτάνοντας κοντά, κοντοστάθηκε και της ένευσε να τον ακολουθήσει…

Τον είδε να σηκώνεται…
Την πλησίαζε…
‘Τι κάνει ο παλαβός;’ σκέφτηκε και έμεινε ακίνητη περιμένοντας την εξέλιξη…

Στο νεύμα του δεν απάντησε…
Αυτός, συνέχισε για το κυλικείο του τρένου…
Την περίμενε εκεί μέχρι το τέλος της διαδρομής…
Δεν φάνηκε…
Επέστρεψε να πάρει τα πράγματά του…
Δεν την είδε πουθενά…

Το βράδυ, έπεσε να κοιμηθεί…
Συνήθιζε να διαβάζει πριν κοιμηθεί…
Άνοιξε το βιβλίο που διάβαζε μέσα στο τρένο…
Στη σελίδα που είχε βάλει τον σελιδοδείκτη, βρήκε γραμμένο:
‘Σ’ ευχαριστώ που για λίγο με έκανες και ένοιωσα ξανά γυναίκα’…


Κοιμήθηκε….....

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

             ..................................................................



Αγαπάς;;;
- Αγαπάω…
- Και γιατί αγαπάς;;;
- Γιατί με κάνει καλύτερο άνθρωπο..
- Καλύτερο ή ευκολότερο…
- Ευκολότερο;;;
- Ναι. Ευκολότερο…
- Τι εννοείς;;;
- Εννοώ ότι η αγάπη σε μαλακώνει, κάνεις υποχωρήσεις που δεν θα έκανες αν δεν αγαπούσες, είσαι πιο γλυκός, πιο ευαίσθητος. Οπότε, είσαι ευκολότερος στο να δέχεσαι πράγματα και καταστάσεις…
- Και αυτό δεν σημαίνει ‘καλύτερος άνθρωπος’;;;
- Έχοντας αλλάξει εσένα;;;
- Γιατί λες ότι άλλαξα εμένα; 

Αφού ο ίδιος είμαι.
Δεν άλλαξα.
Θέλω και τα κάνω.
Δεν μου τα επιβάλλει κανένας…
- Δεν είπα το αντίθετο…
- Τότε τι λες;;;
- Ότι γίνεσαι ευκολότερος. Δεν γίνεσαι καλύτερος. Αλλάζεις…
- Αλλάζω, αλλά προς το καλύτερο…
- Αλλάζεις έτσι ώστε να γίνεσαι πιο αρεστός. Αλλάζεις έτσι ώστε να αντέχεις το έτερον ήμισυ. Αλλάζεις έτσι ώστε να σε αντέχει το έτερον ήμισυ…
- Μα, αυτό είναι το καλύτερο. 

Μαθαίνω να ζω με κάποιον άλλο.
Μαθαίνω να συμβιώνω και να βιώνω. 
Μαθαίνω να μην είμαι ‘εγώ’ και να είμαστε ‘εμείς’…
- Σωστά τα περί ‘εγώ’ και ‘εμείς’, αρκεί να ξεκινάς από το ‘εγώ’ και να δημιουργείς το ‘εμείς’. 

Γιατί τότε, δεν γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος. Χάνεσαι από οντότητα και αφομοιώνεσαι στα γούστα και στις ορέξεις του άλλου. 
Γίνεσαι ‘ένα’ με τον άλλο και μετά για να βρεις το ‘εγώ’ πρέπει να γκρεμίσεις τα πάντα μέσα σου και να ξαναφτιαχτείς.
Και ξέρεις ποιο είναι το ωραίο;;;
- Ποιο;;;
- Όταν θελήσεις να ξαναγίνεις ‘εσύ’, κανένας δεν πιστεύει ότι ήσουν μόνο ‘εμείς’…

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

     ......................................................................



Δεν έχω μάθει να κλαίω τους αποχωρισμούς μου…
Δεν έχω μάθει να πονάω σε κοινή θέα…
Δεν έχω μάθει να θρηνώ τις προσωπικές μου λύπες…
Τη ζωή μου πάντα, την ζούσα στον ρυθμό του αγαπημένου μου χορού, στα 9/8…
‘Πάντα γελαστός και γελασμένος’, όπως τραγουδάει και ο μεγάλος Δημήτρης…
Χόρεψα και χορεύω τη ζωή μου όρθιος σε καθετί που θα μου έρθει…
Χόρεψα και χορεύω σαν τον μεθυσμένο, όταν η ζωή κυλάει ήρεμη…
Χόρεψα και χορεύω σαν τον πυροβολημένο, όταν η ζωή και οι καταστάσεις της με χτυπάνε και πρέπει να βρεθεί το σώμα μου αντιμέτωπο με τα χτυπήματα αυτά…
Χόρεψα και χορεύω σαν τον εκστασιασμένο, όταν η ζωή μου χαρίζει την αγάπη και τον έρωτα…
Πάνω στο χορό αυτό, ξεσπάω και γελάω ή κλαίω…
Πρώτα για μένα και μετά για όλα τα άλλα…
Ανοίγω τα χέρια μου, σαν φτερά αετού και προετοιμάζω τις πτήσεις μου…
Προετοιμάζω τις ανόδους και τις καθόδους μου…
Και χαίρομαι εξίσου τον καθαρό ουρανό με το εξαγνισμένο χώμα…
Έμαθα να καίω εμένα και να χορεύω, τελετουργικά, πάνω στα αποκαΐδια της ύπαρξής μου…
Μόνος μου πάντα…
Έτσι έμαθα…
Έτσι έζησα…

'Eτσι ζω...
Έτσι χόρεψα…
Πάντα στα 9/8…
Πάντα στην κόψη…
Πάντα όρθιος…
Πάντα αντρίκια…...

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

        .................................................................



Με ρώτησες πως ορίζω το χρόνο μαζί σου…
Μπήκα στη διαδικασία να σκεφτώ, τι σημαίνει ‘χρόνος’…
Τι σημαίνει ‘χρόνος μαζί σου’…

Ο χρόνος, ο χρόνος μου, ο χρόνος μας…
Έννοιες σχετικές και ακατάσχετες…
Έννοιες όμοιες και ξένες…
Λειτουργούν αντίστροφα και παράλληλα…
Αυτόνομα και συμπληρωματικά…
Παρασύρουν στιγμές και ζωές…
Δημιουργούν διαδραστικές μνήμες και στιγμιαίως αμετάβλητα αποτελέσματα…
Ενώνονται και χωρίζουν…
Μετρώνται με κριτήρια αντικειμενικώς ορθά, υποκειμενικώς λανθάνοντα και συντεταγμένα αποδεκτά…
Μας καθορίζουν και μας ορίζουν…
Ο χρόνος δεν έχει μνήμη…
Μας δημιουργεί μνήμη για να μπορούμε να αντέξουμε το πέρας του…
Λειτουργεί όπως ο δολοφόνος που επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος…
Μας δολοφονεί με την παρέλευσή του και επιστρέφει και πάλι για να ζητήσει εξιλέωση από εμάς, τα θύματά του…
Και εμείς από την μεριά μας, του δίνουμε άφεση αμαρτιών, αναγνωρίζοντας την δυναμική του και την επικυριαρχία του επάνω μας…
Προσπαθούμε να τον καλουπώσουμε, να τον προγραμματίσουμε, να τον ζήσουμε με τα δικά μας μέτρα και σταθμά, αλλά αυτός λειτουργεί πάντα κατά το δοκούν…
Προσπαθήσαμε να τον μετρήσουμε, για να τον κατανοήσουμε, αλλά η σοφία του και η δύναμή του ξεπερνάει κάθε μέσο μέτρησης…
Και αυτό, γιατί ο χρόνος δεν φτιάχτηκε από ανθρώπου χέρι…

Ο ‘χρόνος μαζί σου’ δεν θα μπορούσε να έχει πιο μεγάλη αξία για μένα…
Αποφάσισα να περάσω, να ‘δαπανήσω’ κάτι τόσο σημαντικό και άπιαστο, όπως είναι ο ‘χρόνος μου’, μαζί σου…
Έκρινα και αποδέχτηκα, ότι εσύ είσαι πιο σημαντική και πιο ουσιώδης απ’ ότι είναι ο ‘χρόνος μου’ για μένα…
Και αποφάσισα να δώσω χρόνο στον ‘χρόνο μαζί σου’…
Να μπορέσει να μετρήσει τις ώρες μας με κριτήρια κοινά και στιγμές μοναδικές…
Να μπορέσει να μετουσιωθεί σε χρόνο ‘άχρονο’…
Να γίνει πιο συμπυκνωμένος και πιο εμπεριστατωμένος από τον κοινό χρόνο…
Έτσι τον όρισα, έτσι τον οριοθέτησα, έτσι τον διέθεσα…

Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

         ...............................................................






Κάποτε, είχε διαβάσει ότι ο έρωτας σε σκοτώνει…
Πίστευε, ότι ήταν θύτης…
Κανείς δεν του είπε, ότι τα θύματα δεν γνωρίζουν την ιδιότητά τους μέχρι να θυσιαστούν…
Έκαναν έρωτα με ημίφως…
Πάντα έριχνε στο γυμνό κορμί της, ένα τούλινο μαύρο πέπλο…
Το ανέβαζε στο πρόσωπό της…
Του θύμιζε δήμιο, που ετοιμαζόταν να του πάρει τη ζωή…
Την είχε ρωτήσει σε τι χρησιμεύει…
‘Με βοηθάει να μην δίνομαι σε χρωματιστά όνειρα’ του είχε απαντήσει…
Μάτια μπλε, ξανθά μαλλιά…
Έλαμπαν τα μάτια της, λες και τα φώτιζαν τα μαλλιά της, με έναν ήλιο πηγαίο, εκπορευόμενο από αυτά…
Τα μάτια της, φυσική προέκταση των μαλλιών της…
Το δέρμα της λευκό…
Το χρώμα των εραστών…
Μύριζε γαρδένια…
Όταν την έκανε δική του, μύριζε έρωτα…
‘Δεν είμαι για σχέση σοβαρή’ του έλεγε…
‘Θα ήθελα να είσαι’ της έλεγε…
‘Δεν μου ταιριάζει’ του έλεγε…
‘Σε φοβίζει’ της έλεγε…
‘Δεν είμαι κανενός’ του έλεγε…
‘Δεν είσαι ούτε του εαυτού σου’ της έλεγε…
Την παρατηρούσε όταν κοιμόταν…
Της έριχνε το φως από το πορτατίφ επάνω της, σαν να την ανέκρινε…
Μετά, το έσβηνε και ακούμπαγε τα χέρια του επάνω της…
Ψηλάφιζε το σώμα της, ημέρευε την ψυχή του…
Όταν ξυπνούσε, της έκανε έρωτα…
Ριγούσε το σώμα της, εκστασιαζόταν το μυαλό του…
‘Μη συμπεριφέρεσαι σαν τις ύαινες που τρέφονται από τα υπολείμματα. 
Είσαι λιοντάρι, που τρέφεται από τα άθικτα. Κατάλαβες;’ του έλεγε…
‘Η ζωή μου, δεν μου άφησε περιθώρια για να τρέφομαι όπως θέλω εγώ’ της έλεγε…
‘Να μάθεις’ του έλεγε…
‘Θα με μάθεις;’ της έλεγε…
‘Δεν μπορώ. 
Εγώ είμαι η τροφή.
Δεν είμαι το θεριό’ του έλεγε…
Τελικά, έμεινε αυτός, οι τέσσερις τοίχοι, ένα κρεβάτι, τα λευκά σεντόνια και η μυρωδιά της γαρδένιας πάνω στο πρόσωπό του…
Η μυρωδιά του έρωτα χάθηκε μαζί της…....

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

       ..................................................................




Ήσουν σαν τις τροπικές βροχές…
Ερχόσουν ανέλπιστα και βίαια…
Χωρίς προειδοποίηση, χωρίς έλεος…
Ξεσπούσες επάνω μου με όλη σου τη δύναμη…
Με πλημμύριζες…
Με έκανες να παραπατώ μέσα στις λίμνες που σχημάτιζες…
Να τσαλαβουτώ τα πόδια μου, τα χέρια μου, το κορμί μου…
Να μουσκεύω από εσένα…
Μέχρι το μεδούλι των οστών μου…
Και μετά, έφευγες…
Χανόσουν…
Και ‘γώ, έμενα να στεγνώνω κάτω από ένα ήλιο καυτό…
Που με αφυδάτωνε…
Με έκαιγε…

Έρχεσαι πάλι…
Σε βλέπω…
Σε μυρίζω…
Μυρίζω τα ίχνη σου επάνω μου…
Νοιώθω την κίνηση των κυττάρων μου στο πλησίασμά σου…
Με έμαθες να σε ζητάω…
Να μην σε αναζητάω…

Θα φύγεις…
Κάθε φορά φεύγεις…

Βρίσκω εύκολη παρηγοριά σε στίχους ποιητών…
Εγώ, δεν μπορώ να εκφράσω τον πόνο μου…
Μόνο τον βιώνω…
Κάποιοι πλάθονται να πονούν και κάποιοι να τραγουδούν…



‘Ε όπως Έρωτας
Τίποτα δεν θα σου πω γι’ αυτόν.
Όποιος προσπαθεί να τον εξηγήσει
Δε θα τον έζησε ποτέ…’

(οι στίχοι του τέλους ανήκουν στην Στέλλα Καρτάκη)

Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

         .............................................................




- Τι με κοιτάς έτσι;
- Προσπαθώ να βρω.
- Τι;
- Γιατί σ’ αγαπάω τόσο.
- Βλέποντάς με θα το βρεις; 

Γιατί δεν ρωτάς την καρδιά σου;
- Άλλα τα μάτια της καρδιάς, αλλά τα μάτια του σώματος.
- Ποια εμπιστεύεσαι περισσότερο;
- Εξαρτάται.
- Από τι;
- Από το μέγεθος της ακρίβειας επαλήθευσης που αναζητάω.
- Δηλαδή;
- Αν θέλω να εξακριβώσω αν μία διάσταση σε ένα σχέδιο είναι σωστή, αρκεί να διαβάσω σωστά την ένδειξη που μου δείχνει το κλιμακόμετρο. Άρα, εμπιστεύομαι τα μάτια του σώματος.

Μένω στο 1ο επίπεδο επαλήθευσης.
Έτσι και με την αγάπη μου. 
Μόνο που εδώ, τα μάτια της καρδιάς λειτούργησαν σε 1ο επίπεδο.
Τα εμπιστεύτηκα και προχώρησα.
- Δηλαδή, τώρα χρειάζεσαι 2ο επίπεδο επαλήθευσης και ζητάς τη συνδρομή από τα μάτια του σώματος; 

Λίγο αργά δεν νομίζεις;
- Ποτέ δεν είναι αργά για επαληθεύσεις.

Ποτέ δεν είναι αργά για πιστοποιήσεις. 
Εξάλλου, μιλάμε για μία σχέση που είναι εξελισσόμενη. 
Δεν μιλάμε για ένα σχέδιο που έχει αποτυπωθεί και είναι εκεί, ίδιο κι’ απαράλλαχτο.
- Εξελισσόμαστε, ελισσόμαστε και αλλάζουμε;
- Ακριβώς.
- Και ζητάμε επαλήθευση και επιβεβαίωση;
- Αυτό δεν κάνουμε;
- Τουλάχιστον, καταλήγουμε σε ένα συμπέρασμα;
- Καταλήγουμε.
- Και ποιο είναι αυτό;
- Ότι μας αρέσει να παρατηρούμε το αντικείμενο του πόθου και του πάθους μας. 

Μας αρέσει να κοιτάμε την ή τον αγαπημένο μας. Μας αρέσει να βλέπουμε την αγάπη μας.
Επάνω στην όψη τους, καθρεφτίζεται το ωραιότερο συναίσθημά μας. 
Καθρεφτίζεται η ωραιότητα της ψυχής μας.
Μας κάνει καλύτερους ανθρώπους.
Μας εξευγενίζει και μας εξευμενίζει.
- Ενδιαφέρουσα άποψη.
- Βρίσκεις;
- Ναι.
- Και εσύ, στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγεις;
- Εγώ, έχω ένα ακόμη πλεονέκτημα. 

Βλέπω μία υπέροχη γυναίκα, ερωτική και ερωτεύσιμη.
Είμαι διπλά τυχερός.
Έτσι δεν είναι;
- Εσύ το ξέρεις αυτό.
- Ναι. Εγώ το ξέρω, εγώ το ζω.
- Χαίρομαι.
- Και ‘γώ…

Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

          ..............................................................



- Φοβάσαι το τέλος;
- Εξαρτάται.
- Από τι;
- Αν αυτό που τελειώνει ήταν καλό ή άσχημο.
- Δεν έχει καμία σημασία. 

Ότι κι’ αν είναι.
Είτε καλό, είτε άσχημο.
- Πως δεν έχει καμία σημασία. 

Αν ήταν άσχημο, καλώς τελειώνει. 
Αν ήταν καλό όμως, θα λυπηθώ και θα στεναχωρηθώ πολύ που τελειώνει.
- Δεν θα έπρεπε. 

Χωρίς να με θεωρήσεις υπέρ-αισιόδοξο, πιστεύω ότι κάθε τέλος κρύβει μία αρχή. 
Ή καλύτερα, κάθε τέλος είναι και μία αρχή.
- Δεν σε θεωρώ υπέρ-αισιόδοξο. 

Απλά, μου φαίνεται παράξενο. 
Δεν μπορώ να το δω έτσι.
- Άσε με να σου δώσω ένα παράδειγμα. 

Έστω, δύο άνθρωποι έχουν μία ερωτική σχέση. Όταν φτάνει στο τέλος της, πάει να πει ότι έχει κλείσει ο κύκλος της, ότι ήταν να δώσει στα μέλη της το έχει δώσει και αφήνει, τα μέλη της και πάλι, να τραβήξουν για άλλους δρόμους.
Μπορεί εκείνη τη στιγμή, να στεναχωριούνται, αλλά σε βάθος χρόνου καταλαβαίνουν και συνειδητοποιούν ότι καλά έκαναν και χώρισαν. Έτσι δεν είναι;
- Εδώ παίζει ρόλο και ο χρόνος.
- Ο χρόνος βοηθάει να σκεφτείς και να συνειδητοποιήσεις.

Και να βρεις κάτι καινούργιο.
Ο άνθρωπος είναι που κάνει την διαφορά.
- Δηλαδή;
- Ο άνθρωπος έχει τη δύναμη μέσα του να ελπίζει και να προσπαθεί.

Και, υποσυνείδητα, ξεπερνάει καταστάσεις και δεν πτοείται. 
Και το τέλος το αντιστρέφει και το κάνει αρχή. Και αυτό το κάνει σε όλα τα επίπεδα. 
Ακόμη και στον θάνατο.
- Τι εννοείς;
- Αυτοί που όρισαν τα πιστεύω της θρησκείας μας, όρισαν και τον θάνατο σαν την αρχή της αιώνιας ζωής. 

Δηλαδή, ακόμη και στο πιο μεγάλο αδιέξοδο της ζωής μας, που είναι ο θάνατος, δώσαμε στους εαυτούς μας, στα μυαλά μας, μία εναλλακτική. Μία συνέχεια.
Μία αρχή. 
Την αιώνια ζωή. 
Κάτι μη πεπερασμένο.
Κάτι άπειρο.
- Μα, εγώ στεναχωριέμαι όταν τελειώνει κάτι που μου έκανε καλό, που μου άρεσε.

Αυτό, δεν μπορεί να το αλλάξει καμία θεωρία.
- Άμυνα είναι.

Άμυνα του εαυτού σου στο χρόνο που σπατάλησες, που πέρασες με αυτό που τελειώνει. Αν ήταν να ξεπερνάς κάτι χωρίς πόνο, δεν θα σου άφηνε κανένα αποτύπωμα, δεν θα είχες εμπειρίες, δεν θα σε έκανε σοφό.
Και η σοφία, οι εμπειρίες, χρειάζονται. 
Σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο.
- Πρέπει να πονάω για να αποκτώ εμπειρίες; Έτσι, χωρίς πόνο, δεν γίνεται;
- Έχει το τίμημά του.
- Το οποίο, πληρώνω ανελλιπώς.
- Ναι, αλλά πάντα έχεις τη δύναμη να το πληρώνεις.

Δεν παραιτήθηκες ποτέ. 
Πληρώνεις και συνεχίζεις. 
Κάνεις το τέλος αρχή, ακόμη και στον πόνο σου.
- Από δω το είχες, από εκεί το είχες, επιστρέψαμε στο ίδιο σημείο.
- Φέραμε το τέλος στην αρχή.

Κλείσαμε κύκλο.
- Ωραίο σχήμα.
- Το τελειότερο.
- Πάλι τον αναφέρεις.
- Δεν το κάνω επίτηδες.

Απλά, ορίζει την ζωή μας. 
Χωρίς προεξοχές, χωρίς γωνίες, χωρίς ανώμαλες ευθείες. 
Κλείνει προστατευτικά γύρω μας. 
Ενώνει τις άκρες μας.
Αναβάλλει τις απαισιοδοξίες μας. 
Και δίνει συνέχεια στο ‘τέλος’ μας...

ποτε μην καταθετετε τα οπλα σας...
κοιταξτε το αυριο με αισιδοξια.........

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

        ..................................................................



Λόγια, δεν ξέρω να λέω πολλά. 
Ίσως γιατί, ποτέ δεν χρειάστηκε.
Τα μάτια μου έλεγαν πάντα, περισσότερα απ’ ότι έπρεπε.
Μιλούσαν κατευθείαν από την καρδιά μου. 
Και ήσουν εκεί, με μάτια ορθάνοιχτα και λαμπερά, ‘σαν δυό σταγόνες αίμα’, να διαβάζεις κάθε λέξη που έβλεπες.
Δεν θα μπορούσαν ποτέ, τα δικά σου μάτια να διαβάσουν λάθος. 
Δεν θα μπορούσε ποτέ το δικό σου μυαλό, να καταλάβει λάθος.
Εσύ, τα καταλαβαίνεις όλα.
Εσύ μπορείς να καταλάβεις εμένα. 
Εξάλλου, δεν χρειάστηκε ποτέ να σου πω πολλά. Το μόνο που χρειάστηκε να σου πω, είναι να με κοιτάς στα μάτια.
Και πως αλήθεια να μάθω να λέω, να λέω πολλά, να μάθω να μιλάω;
Πως θα μπορούσα να μιλήσω εκείνες τις ώρες; Τις ώρες εκείνες, που τα σώματα έρχονταν κοντά.
Όταν οι ανάσες, αντικριστά η μία στην άλλη, λέγανε τόσα πολλά λόγια αγάπης και πάθους, που έκαναν κάθε ήχο ν’ ακούγεται βοή.
Τα χέρια μου χάιδευαν με θάρρος και πάθος το κορμί σου.
Το έκαναν να ριγεί.
Να σπαρταράει σαν το νεογνό που γεννιέται από την κοιλιά της μάνας του και ψάχνει να πάρει την πρώτη ανάσα. 
Κι’ όταν την παίρνει, να καίγεται από το οξυγόνο που μπαίνει στα στήθη του.
Λόγια, δεν ξέρω να λέω πολλά.
Η ανάγκη χάνεται, όταν κλείνω τα μάτια και σε σκέφτομαι.
Όταν τ’ ανοίγω και αντικρίζω το πρόσωπό σου. Όταν μυρίζω την ευωδιά σου και πλημμυρίζει η ψυχή μου με τα αρώματά σου. 
Αχ, πως μυρίζεις καλή μου! 
Σαν κανέλλα, γλυκιά και εξωτική.
Σαν βανίλια, ερωτική και επιθυμητή.
Η όσφρησή μου, αναγνωρίζει τις αποχρώσεις των αρωμάτων σου.
Δίνει σε καθεμιά τους και ένα όνομα. 
Τις ονομάζει: παρουσία, έρωτα, επιθυμία, απόφαση, παράδοση.
Λόγια, δεν ξέρω να λέω πολλά. 
Αλλά, ακόμη κι’ αν ήξερα να πω, ποτέ δεν θα ήθελα ο ήχος τους να παραμορφώσει την μορφή σου.
Μια μορφή λατρεμένη, αγαπημένη, μέσα στα βαθύτερα σημεία του ‘είναι’ μου.
Εκεί, που φυλάω τα πιο βαθειά μου μυστικά και τους πιο κρυφούς μου στοχασμούς.
Εκεί που φυλάω τους θησαυρούς μου, αυτούς που θα πάρω μαζί μου στο μεγάλο μου ταξίδι........

ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ......ΟΠΟΥ ΚΙ ΑΝ ΕΙΣΑΙ....ΟΤΙ ΚΙ ΑΝ ΚΑΝΕΙΣ!!!!!!!!!!!!

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

        ...............................................................




Έτσι μεγάλωσε.
Με μία θλίψη απροσδιόριστη στα μάτια.
Όχι ότι το ήθελε. 
Έτσι ήταν φτιαγμένη, έτσι ήταν μαθημένη. 
Να φοράει συνέχεια στο πρόσωπο, στα μάτια, μία θλίψη.
Μία θλίψη κόσμημα.
Προσπάθησε, πολλές φορές, να την εξορκίσει. Καλύτερη λύση, το γέλιο. 
Γελούσε συνέχεια.
Σε σημείο παρεξήγησης. 
Κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει το λόγο του πηγαίου γέλιου της.
Μόνο αυτή ήξερε, μόνο αυτή ήθελε να ξέρει. 
‘Το κόσμημα της θλίψης, θέλει ένα γελαστό πρόσωπο για να δείχνει καλύτερο’ είπε κάποια στιγμή στην καλύτερή της φίλη.
Και γέλασε.
Κάποτε, η ζωή της πρόσφερε το κλάμα.
Ένα κλάμα άηχο, βγαλμένο από της καρδιάς της τα βάθη.
Ένοιωσε το υγρό στοιχείο να της καίει το πρόσωπο.
Έτρεξε να κοιταχτεί στον καθρέπτη. 
Δεν είχε ξαναδεί το πρόσωπό της κλαμένο.
Και ήταν η πρώτη φορά, που το κόσμημα της θλίψης έλαμπε. 
Μία λάμψη απόκοσμη, διαφορετική.
Κι’ από τότε, δεν έπαψε να κλαίει. 
Δεν έπαψε να στολίζει το κόσμημα της θλίψης της, με το κλάμα της ψυχής της....

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

       ...................................................................



- Το ‘άδειο’, πως το μετράς;
- Με της καρδιάς τους παλμούς.
- Σταμάτησαν κι’ αυτοί. 

Άδειασαν.
- Ποτέ δεν αδειάζουν. 

Απλά, ακούγονται διαφορετικά.
- Πόσο διαφορετικά;
- Πιο απαλοί.

Πιο λείοι.
Πιο ήρεμοι.
- Κι’ αυτό είναι καλό;
- Ξεκουράζονται και παίρνουν δυνάμεις.

Για να χτυπήσουν δυνατότερα και εντονότερα αργότερα. 
Στο μέλλον. 
Όταν πια θα έχεις βρει τον εαυτό σου.
Όταν θα έχει εκλείψει η ανάγκη να μετράς το ‘άδειο’.
- Σκέφτηκα να φύγω.
- Πιστεύεις ότι θα έλυνες το πρόβλημα;
- Δεν θα χρειαζόταν να προσπαθώ να μετρήσω κάτι, το οποίο δεν θα μου παρουσιαζόταν συνέχεια μπροστά μου.
- Και γιατί δεν το έκανες;
- Μάταιος κόπος. 

Πάλι εδώ θα ήμουν. 
Κολλημένος στο να μετράω το ‘άδειο’. 
Να το μάθω καλά.
Να το πονέσω και να με πονέσει, όσο αντέχει και αντέχω. 
Να το κατακτήσω.
Να γίνει κτήμα μου.
Και μετά, να το γεμίσω.
Με μένα, με σένα.
Με μας.
Αλλά, κουράστηκα.
Μου είναι πια βαρύ φορτίο.
Αβάσταχτο.
- Χωράμε στο ‘άδειο’;
- Αν το φτιάξουμε στα μέτρα μας, χωράμε.

Και τότε, δεν θα είναι ‘άδειο’.
Θα έχει εμάς. 
Θα είμαστε εμείς. 
Οντότητες. 
Ψυχές. 
Ανάσες. 
Ζωές.
- Παλμοί καρδιάς.
- Έντονοι.
- Δικοί μας.
- Δικοί μας.
- Είδες που δεν είναι αβάσταχτο.
- Είδες που δεν το έχεις μετρήσει ποτέ;
- Ούτε εσύ ήξερες πριν το κάνεις.
- Αναγκάστηκα.

Και έμαθα.
- Εγώ δεν θα αναγκαστώ.

Θέλω.
- Δεν σου ‘πρέπει’. 

Δεν σου αξίζει.
- Δικό μου θέμα.

Εσύ να νοιαστείς μόνο για την εκμάθηση.
- Είναι και δικό μου θέμα. 

Με αφορά.
Με αφοράς.
- Το ξέρω.

Και μ’ αρέσει.
- Θα αντέξεις;
- Αν μείνεις κοντά μου.
- Θα μείνω.
- Θα αντέξω........


Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

          ............................................................




Γράψε έναν ύμνο.
Έναν ύμνο για την γυναίκα που έχεις δίπλα σου. Την κοιτάς.
Την παρατηρείς.
Την ξέρεις; 
Την γνωρίζεις, δεν την ξέρεις.
Αν δεν σου ανοιχθεί η ίδια, απλά την γνωρίζεις. Πόσοι δεν έχουν περάσει μία ζωή δίπλα σε μία γυναίκα και απλά την γνώρισαν;
Είναι εκεί.
Δίπλα σου. 
Το εξεταστικό βλέμμα σου, την ψάχνει.
Ψάχνει κάθε πτυχή του κορμιού της.
Κάθε βαθούλωμα, κάθε ύψωμα. 
Αναρωτιέσαι, είναι δική μου; 
Την ακουμπάς, την αγγίζεις.
Ναι, δική μου είναι.
Είναι; 
Ποτέ δεν ξέρεις.
Πάντα στην αμφιβολία.
Μα, μου λέει ότι είναι δική μου, απαντάς.
Ε, και; 
Πάντα υπάρχει ένα ‘ε, και’ μέσα στο μυαλό σου, να σου τινάζει τις βεβαιότητες στον αέρα.
Και ψάχνεις, και ψάχνεσαι.
Γράψε έναν ύμνο.
Σαν αυτόν που ακολουθεί.
Και τραγούδησέ τον, σαν να κάνεις έρωτα σε κείνη που τον αφιερώνεις.
Που ξέρεις;
Η Ιστορία απέδειξε ότι κάθε αληθινό, μένει για πάντα.
Έτσι και ‘συ.
Κέρδισε μία αιωνιότητα μιλώντας γι’ αυτό που καίει την ψυχή σου, γι’ αυτό που ξεριζώνει τα σωθικά σου. 
Μίλα για εκείνη. 
Μπορεί και να σε ακούσει.
Κι’ αν δεν σε ακούσει, θα υπάρξουν κάποιοι που θα ζηλέψουν τον ύμνο σου και θα γράψουν γι’ αυτόν κάποτε.
Όπως κάνω τώρα εγώ.
Όπως θα ήθελα να τον γράψω κι εγώ…

I loved you my lady, though in your grave you lie,
I’ll always by with you
This rose will never die, this rose will never die.
Κάπως έτσι, μπορεί να σκέφτηκε ο Cat Stevens, βλέποντας το θλιμμένο πρόσωπο της Patti d’ Arbanville
Κι’ έτσι πέρασε στην Ιστορία.
Ακούστε την φωνή του, που τραγουδάει, λες και κάνει έρωτα στην μούσα του…

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2011

     ................................................................






Σου το ‘χω πει, σου το ‘χω πει
δεν είμαι ‘γώ για προκοπή
εγώ είμαι αγάπη δίκοπη
σου το ‘χω πει, σου το ‘χω πει…
Το τραγούδι σου, ακούς; 
Το τραγούδι σου. 
Μου τραγουδούσες αυτούς τους στίχους τόσο έντονα, τους ζούσες.
Και δεν μπορούσα να το δω.
Δεν ήθελα να το δω. 
Τους άκουγα. 
Ναι, τους άκουγα.
Δεν ήμουν κουφος. 
Δεν είναι ότι δεν καταλάβαινα.
Δεν ήθελα να καταλάβω.
Ακούς;
Όμως εσύ, τους τραγούδαγες.
Άκουγα τους ήχους που έβγαιναν από το στόμα σου, από τα χείλη σου.
Άκουγα τους ήχους που έβγαιναν από την ψυχή σου. 
Δεν τους πίστευα όμως.
Όχι έλεγα. 
Δεν μπορεί να είναι αλήθεια.
Ποια, αυτη;
Όχι ρε παιδιά.
Δεν είναι έτσι όπως τα λέτε.
Δεν ξέρω εγώ; 
Ναι, ήξερα.
Δεν με πίστεψα όμως.
Κάλυπτα.
Κάλυπτα τα κενά μου με το μυαλό μου. 
Με την άρνηση του μυαλού μου να πιστέψει. 
Να πιστέψει το ένστικτό μου. 
Ένα ένστικτο που ποτέ δεν με είχε προδώσει. Όμως, με σένα, αποφάσισα να το βγάλω στην αχρηστία. 
Αποφάσισα να το αφήσω στην άκρη. 
Να γίνω ενας άλλος.
Ποιος, εγώ.
Εγώ, με τις ιδέες τις στέρεες, με τις πεποιθήσεις τις ακράδαντες.
Και να πεις ότι δεν σε ρώτησα; 
Να πεις ότι δεν έψαξα για επιβεβαίωση μέσα από τα λεγόμενά σου, από τις σκέψεις σου; 
Άκου τους στίχους μου έλεγες και έκλεινες τα μάτια. 
Σήκωνες τα χέρια ψηλά και τα κατέβαζες με ορμή στα σημεία που σε σημάδευαν, στα σημεία του τραγουδιού που πίστευε το μυαλό σου ότι γράφηκαν για σένα.
Έβλεπα τις κινήσεις του σώματός σου, την έκσταση του κορμιού σου και έμενα απαθής.
Για μία ακόμη φορά. 
Πίστευα ότι ζούσες κάτι που θα ήθελες να ήσουν και όχι κάτι που ήσουν.
Δεν πίστευα ότι δεν έπρεπε να σε πιστέψω.
Και σ’ αγάπησα.
Και σου δώθηκα. 
Ολοκληρωτικά; 
Δεν ξέρω το ‘ολοκληρωτικά’.
Δεν μπορώ να πω ‘ολοκληρωτικά’. 
Μπορώ να πω το ‘μέχρι εκεί που ήξερα’.
Μπορώ να πω το ‘μέχρι τα όριά μου’. 
Και τα πάτησες.
Και τα ξεπέρασες.
Και τα ξεπέρασα. 
Και δεν το άντεξα.
Και δεν μπόρεσα να τα μαζέψω.
Και με άφησες σε συντρίμια.
Στα συντρίμια του εαυτού μου.
Ενός εαυτού μόνου.
Με μία μοναξιά αβάσταχτη. 
Να σε θέλω, να μην σε έχω. 
Μοναξιά. 
Αβάσταχτη.
Έφυγες.
Όπως είχες έρθει πριν από χρόνια. 
Με ορμή.
Με θόρυβο. 
Χωρίς να υπολογίσεις τίποτα. 
Μόνο εσένα. 
Σαν ‘αγάπη δίκοπη’, σαν ‘δεν είμαι εγώ για προκοπή’. 
Πόσο λάθος έκανα. 
Και δεν ήθελα να το παραδεχτώ. 
Δεν ήθελα να το πω παραέξω και σταφούν όλοι εναντίον μου. 
Και πουν αυτή την ατάκα που με σκοτώνει όποτε την ακούω. 
‘Σου τα ‘λεγα εγώ, αλλά εσύ ήσουν αλλού’. Αγάπησα.
Έχασα την αυτοσυγκέντρωση και την αυτοκυριαρχία μου. 
Και έμεινα χωρίς αυτοσυγκέντρωση.
Χωρίς αυτοκυριαρχία. 
Έμεινα άδειος...
κενος.
Χωρίς τίποτα.
Ούτε εσένα.
Πόσο μου λείπεις να ‘ξερες.
Ή μάλλον, πόσο άδειος νοιώθω χωρίς εσένα. Αλήθεια, το ξέρεις; 
Δεν θέλω να πιστέψω ότι το ξέρεις και δεν κάνεις τίποτα. 
Δεν θέλω να πιστέψω ότι ξέρεις την ανάγκη μου για σένα και δεν κάνεις τίποτα. 
Δεν θα το αντέξω. 
Καλύτερα να παραμυθιάζω τον εαυτό μου, για μία ακόμη φορά, παρά να πιστέψω το αυτονόητο.
Ότι είσαι αλλού.
Ότι είσαι μακρυά.
Το μόνο που μου έχει μείνει από σένα, είναι κάποιοι ήχοι στο τηλέφωνο. 
Η φωνή σου, όταν απαντάς τις κλήσεις που σου κάνω και δεν μιλάω.
Με έχεις καταλάβει έτσι;
Το ξέρω.
Και γι’ αυτό συνεχίζω. 
Και γι’ αυτό δέχομαι να ταπεινώνομαι. 
Να πέφτω τόσο χαμηλά για να μπορώ να σηκώνομαι. 
Να έχω την ψευδαίσθηση της ανάτασης από το πάτο που έχω πιάσει.
Σε θυμάμαι να σηκώνεις τα χέρια ψηλά και να τα κατεβάζεις με ορμή.
Τότε στον αέρα.
Τώρα στην ψυχή μου, στην καρδιά μου. 
Δίκοπη καρδιά. 
Έτσι είμαι τώρα.
Με έκανες σαν εσένα.
Με καρδιά δίκοπη, με χωρίς προκοπή.
Σου αξίζουν συγχαρητήρια.
Αγάπησα εσένα και έμεινα με ένα τραγούδι. 
Καλή συναλλαγή, αλλά δεν ήμουν έτοιμος.........


(οι στίχοι εισαγωγής ανήκουν στον Αντώνη Παπαϊωάννου)

Κυριακή 3 Ιουλίου 2011


.........................................................






Βράδυ καλοκαιριού, ζεστού και ασφυκτικού, σαν το φετινό. Όχι πολλά χρόνια πριν. Ίσως και κανένα. Δεν έχει σημασία. Εξάλλου, κάθε ιστορία πρέπει να είναι διαχρονική, να μην έχει περιορισμένα πλαίσια χρόνου και χώρου. Δυο κορμιά. Πάνω σε ένα σιδερένιο κρεβάτι. Γυμνά, ιδρωμένα, αναστατωμένα, με τη μυρωδιά του έρωτα διάχυτη επάνω τους. Εκείνος, με ακουμπισμένο το πρόσωπο επάνω στο στέρνο της. Εκείνη, να αφουγκράζεται την ανάσα του στην καρδιά της.
Σήκωσε το κεφάλι του και άπλωσε το χέρι του επάνω στο κορμί της. Αυτό, ανακάλυψε εκ νέου τις πτυχές του σώματός της. Ενός σώματος που τον γέμιζε ηδονικούς αναστεναγμούς, ανομολόγητες σκέψεις και βίαιες εκτονώσεις. Την κοίταξε στα μάτια, καθώς χάιδευε τις ρώγες της που ήταν ήδη ερεθισμένες. Άφησε το χέρι του να κυλήσει κατά μήκος της νοητής γραμμής που ενώνει το λαιμό με το εφηβαίο της. Το ακούμπησε. Υγρό.
Εκείνη, έχει κλειστά τα μάτια και αισθάνεται. Η ανάσα της είναι κοφτή, αισθαντική. Που και που, ήχοι απόλαυσης αναβλύζουν από το κλειστό της στόμα. Συσπάται ολόκληρη.
‘Πάντα αναζητούσα ένα κορμί που να με ταξιδεύει’ γύρισε και της είπε, σπάζοντας το φράγμα της ερωτικής σιωπής που είχε απλωθεί ανάμεσά τους. ‘Και τώρα το βρήκες;’ ρώτησε λάγνα εκείνη. ‘Ναι’ ομολόγησε κοφτά και γέρνοντας τα χείλη του στα δικά της, την φίλησε. Απομακρύνθηκε λίγο από κοντά της. Έβαλε το χέρι του σαν αντιστήριγμα στο κεφάλι του και γυρισμένος στο πλάι, την κοίταξε.
Ένοιωσε την ανάγκη να της εξομολογηθεί τον έρωτά του. Ένοιωσε την ανάγκη να την ‘κοινωνήσει’ στις σκέψεις του για εκείνη. Ξεκίνησε να της μιλάει χωρίς δεύτερη σκέψη.
‘Είσαι αυτό που πάντα περίμενα. Αυτό, που πάντα ήθελα. Ανάλωσα τη ζωή μου, ψάχνοντας εικόνες να γεμίσω την ψυχή μου. Ψάχνοντας να βρω μέρη και τοποθεσίες που θα μου μείνουν αξέχαστες και θα με συγκλονίσουν. Γύρισα μέρη, είδα ανθρώπους, ανακάλυψα πολιτισμούς, ιδέες και τρόπο ζωής. Όμως, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν συγκρίνονται με το θαύμα που ανακαλύπτουν τα μάτια μου, κάθε φορά που βλέπω εσένα.
Αρχικά, τα μάτια σου. Δεν θα ακουστεί τετριμμένο αν πω ότι είναι δυο θάλασσες βαθιές, που ο ήλιος δεν φτάνει να τις φωτίσει ολοκληρωτικά. Δυο θάλασσες δικές μου. Μόνο εγώ μπορώ να τις εξερευνήσω, μόνο εγώ μπορώ να βουτήξω μέσα τους και να βγω σώος. Όλη σου η ψυχή, στα μάτια σου. Όλη εσύ, στα μάτια σου. Υγρά ή στεγνά, ανοιχτά ή κλειστά, όλα εκεί μέσα. Όλος εκεί μέσα. Σαν ταξίδι στο απέραντο βαθύ καθάριο των ελληνικών θαλασσών, που τις λούζει ο ήλιος, το φεγγάρι και τ’ αστέρια.
Ύστερα, τα χείλη σου. Το γλυκό φιλί σου. Πάθος. Πόσο μου αρέσει το πάθος! Πόσο μου αρέσει η αίσθηση των χειλιών σου. Απαλά και αισθησιακά. Γλυκά και τρυφερά. Τα προσεγγίζω ευλαβικά, τα φιλάω αισθαντικά. Κλείνω τα μάτια και αισθάνομαι. Τόση γλύκα. Σαν καλοκαιρινό γλυκό του κουταλιού, φτιαγμένο από χέρι νοικοκυράς στην χώρα ενός νησιού του Αιγαίου. Φτιαγμένο με αγάπη και πάθος για την τελειότητα.
Το μυαλό μου, ορίζει σαν συνέχεια του ταξιδιού, τα στήθη σου. Στήθη γεμάτα και ζωντανά. Με ρώγες σκληρές. Τις ρουφάω. Τις γλύφω. Τις δαγκώνω. Κι’ όμως, αυτές εκεί να αντιστέκονται στο χάδι μου, να γίνονται όλο πιο σκληρές και ροδοκόκκινες. Σαν φρεσκοκομμένο καρπούζι. Κόκκινο και ζουμερό. Να τρως και να μην χορταίνεις.
Και τότε επαναστατώ. Όλος ο ανδρισμός μου στο μεγαλείο του. Καίγομαι να εισχωρήσω μέσα σου. Και μπαίνω. Και τότε το ταξίδι απογειώνεται. Και τότε το ταξίδι ξεφεύγει από τα ανθρώπινα όρια. Και ανεβαίνει στ’ αστέρια. Και ενώνεται με το ‘υπέρτατο ον’. Κάνω έρωτα μαζί σου και ολοκληρώνομαι. Και βλέπω χίλια ηλιοβασιλέματα στα μάτια σου. Σαν τα ηλιοβασιλέματα στην Οία.
Και όταν τελειώνω και δεν μπορώ να πάρω ανάσα, γέρνω πλάι σου αποκαμωμένος. Και ‘συ τρυφερά μου χαϊδεύεις τα μαλλιά και μου ψιθυρίζεις πόσο μ’ αγαπάς. Και τότε μέσα μου, εύχομαι να έρθει το πιο όμορφο ταξίδι απ’ όλα. Να γεννηθεί μέσα σου ο καρπός του έρωτά μας. Να γίνουμε ένα στο πρόσωπο μιας νέας ζωής. Να ήξερες πόσο το περιμένω. Αγάπη μου’.
Αυτά είπε και έσκυψε και την φίλησε. Εκείνη, τον αγκάλιασε τρυφερά και δεν είπε κουβέντα. Απλά, ένοιωσε να κυλάει στο μάγουλό της ένα δάκρυ χαράς και ένα γέλιο ολάνθιστο εμφανίστηκε στα χείλη της.

Χαρισμένο στη γυναίκα που με έκανε να νοιώσω…